πυρώδους

πυρώδους
πυρώδης
cereal
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιείλω — και περιειλῶ, έω και περιίλλω Α περιτυλίγω, περιδένω (α. «περὶ τοὺς πόδας τῶν ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῑν», Ξεν.) β. «τῷ αὐτοῡ τραχήλῳ περιειλήσας καὶ τὴν οὐρὰν ἔξω ἀφείς», Λουκιαν.) 2. κατασκευάζω αψίδα, θόλο γύρω και πάνω από κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”